Σάββατο 26 Απριλίου 2008

Tις ώρες του δειλινού




Τις ώρες του δειλινού που αποκοιμιέται η ψυχή πιάνω με χρώμα κόκκινο σε κύκλο να κλείσω τη ζωή μου.

Πως να τυλίξες με κόκκινη μπογιά το μαύρο;

Θα χαθεί στο απόλυτο τίποτα...

Κι αν γίνει άσπρο;

Θυμάμαι που μου είχαν πεί ότι όταν το μάτι σου κολλήσει κάπου και αρχίσεις να τα βλέπεις όλα άσπρα θέλεις να ξεφύγεις από κάτι.


Άσπρά ή μαύρα λοιπόν;

Τι βλέπω τώρα;

Τι βλέπω τώρα;

Βλέπω εσένα και κλείνω τα μάτια να μην βλέπω κανένα...

Δεν θέλω κανένα. Θέλω μόνο εμένα.

Στην μέση του πουθενά με τιπότα μες στην καρδιά...

Τα μάτια να έχω ανοιχτά και χρώματα γυρώ μου να έχω πολλά...

Να παίζουν τα παιδιά κάπου μακριά και αχός να έρχεται καθώς θα φεύγω μακριά...

Και θα φύγω μακρία στο είπα;

Σαν κάτι να ξέρω σαν κάτι να υποπτέυομαι πως δεν φεύγω για να σε ξεχάσω μα για να μπορώ να έρχομαι...

Δεν θυμάμαι ποιό ήταν το συγκρότημα που το τραγουδούσε αυτό...

Ξέρω μόνο ότι έχει κολλησει στο μυαλό μου.

Αυτό και το άλλο του Μαλάμα. Κι αν έχασα τον δρόμο μου σαν ξέμπαρκο καράβι φυσά αέρας στα πανιά φεύγει κι αυτό το βράδυ...

Και πως φεύγει με μια αιμοραγία στην ματία;

Με πέτρα στην καρδιά.

Και πάλι Μάλαμας... Πετάω πέτρες στον γυαλό κι αυτές γυρίζουν πίσω...

Όλα με πνίγουν εδωμέσα...

Όλα όσα είναι γύρω μου, όλα όσα βλέπω και όλα όσα δεν βλέπω.

Παίζω και γελώ και την πίκρα μου στα μάτια την κοιτώ...

Τρέχουν και φεύγουν οι στιγμές...

Τρεχώ κι εγώ μαζί τους.

Από την άλλη...

Να τους ξεφύγω μην με πιάσουν γιατί με ψάχνουν ζωντανή για να με αποτελειώσουν.

Το μυστικό βαρύ και τρέχουν οι σταθμοί.

Τέλμα.

Έλος.

θέλω να τρέξω να πετάξω να χαθώ όμως φοβάμαι τι θα γίνει αν γυρίσω, λένε οι Πυξ-Λαξ.

θέλω να πάρω το μαχαίρι και να το καρφώσω πολλές φορές με βία στην άτιμη την μοίρα.

Πως μου τις άναψε τέτοιες πληγές χωρίς καμία τύψη;

Έκανε και τσιγάρο μετά.

Γέλαγε κι όλας.

Τι παροπίδες;

Χαχαχα!!

Αλλο'γω!

Χαχαχα!!

Άλογο...

Άλογο που τρέχει μακριά κι η σκέψη...

Και ήρθε πάλι εχθές παλία πληγη, βαθιά πληγη..

Μου τρώει το μυαλό ο δράκος που ακοίμητος ξερνάει τις φλόγες μέσα μου.

Κουνάει πονηρά την ουρά του μέσα στα σπλάχνα μου.

Και γοερά γελά κάθε φορά που τα παιδία μου σκοτώνει.

Κι εσύ γελάς, θαρρείς τρελάθηκα!

Και εγώ γελάω γιατί αλήθεια τρελάθηκα.

Και δεν το ποτάμι πίσω δεν γυρνά.

Χαχαχα!!

Και ο Αχέρωντας στέκει πάντα εκἒί καμαρωτός και περνάει απέναντι τα παιδιά του Μορφέα.

Χαχαχα!!

Τι πλάκα κι αυτή...

Μην με κοιτάς στα μάτια γιατί θα τρελάθείς κι εσύ.

Πρόσεχε.

Κουνάει και το καράβι, θα έπεσε σε καιρό.

Τι καλά! Λες να μας πάρει μαζί της η αδερφή του Αλεξάνδρου?

Να παίζουμε με τα δελφίνια στην ατελείωτη υγρασία του ποτέ;

Και αλήθεια με ματώνει αυτή η σιωπή, μα να μιλήσω δεν μπορώ γιατί το στόμα μου είναι γεμάτο πέτρες και χαλίκια και για φαντάσου, έτσι θα πάω πιο γρήγορα στον πάτο.

Και τι ζάλη είναι αυτή καθώς νομίζω ότι η καρδιά μου πάει και να σπάσει...

Και τι να πεις για τα παιδία; Έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα...

Χαχαχα!!

Εγώ πότε θα γίνω παιδί ξανά; Να μάθω όσα δεν έμαθα, να βρω όλα αυτά που μου ξεφύγαν.

Να τρέξω, να παίξω, να γελάσω.

Να μη με νοιάζει αν θα ξαποστάσω και στα πόδια μου φτερά να βγάζω.

Να γελάς θέλω και να είσαι καλά.

Ναι, μόνο αυτό...

Και τι αστείο.

Τραγελαφικό.

Κι εσύ που δεν ξέρεις σαν την μέλισσα στο άνθος έτρεξες. Κατευθείαν...

Και πες μου γιατί να τρέχουν τα πάντα και η μονάδα στην μέση να μηδενίζεται είς το πηλίκο;

Τι τέλεια διαίρεση κι αυτή; ΜΗΔΕΝ ΕΙΣ ΤΟ ΠΗΛΙΚΟΝ!

Άψογα.

Και εσύ ψάχεις για το φακιόλι στο κεφάλι μου κι τη γαλάζια μπούργκα...

Με μάτια κόκκινα απ'την αγρύπνια στο πάτωμα μόνιμα να κοιτάω.

Ποτέ στα μάτια... Ποτέ με ακούς!!!!

Δεν ακούς που σου φωνάζω ότι με πνίγεις με τα ίδια σου τα χέρια;

Νύχτα θα σαλπάρω, να ξεφύγω από την παρακμή...

Δίχως μπούσουλα, δίχως χάρτη, δίχως πανιά και δίχως όλα αυτά που μου κόβουν την λαλιά.

Και για φαντάσου, μια φορά πήγες να τα καταφέρεις... Θυμάσαι;

Τότε που σε κοίταζα στα μάτια και έβγαζα σπίθες. Εσύ κρατούσες την πέτρα στο χέρι σου. Σε κοίταξα και σου είπα "ΡΙΧΤΗΝ ΑΝ ΤΟΛΜΑΣ." σου έδειξα το μέτωπό μου και σου είπα "ΝΑ ΕΔΩ ΝΑ ΤΗΝ ΡΙΞΕΙΣ. ΑΝΤΕ ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΤΗΝ ΡΙΧΝΕΙΣ ΑΦΟΥ ΤΟΣΟ ΤΟ ΘΕΛΕΙΣ;"

Αλήθεια, γιατί δεν την έριξες;

Έπρεπε να την πετάξεις...

Βαθιά πληγή, παλιά πληγη...

2 σχόλια:

ps είπε...

ante re mas laxtarises

χαλαρουιτα είπε...

Δεν ήθελα να σας λαχταρήσω...

Ήταν πιο παλιό το κείμενο, μέστωνε στο κελάρι...

Η ώρα που ήταν πριν την Ανάσταση. Τότε έπρεπε να ανέβει.

Τι είναι η Ανάσταση; Επιστροφή... Καινούρια ζωή. Γι'αυτό το ανέβασα τότε. Ήταν καθαρά συμβολικό!