Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2010

Βροχή και χώμα...

Βροχή... Πάρκαρα στο λευκό χώμα... Αναστάτωση διάχυτη...

Σάββατο... Βρέχει το σπρέι από τα μπροστινά αμάξια δεν σε αφήνουν να δεις και εσύ τον δρόμο. Πάμε όμως. Πρέπει να φτάσουμε...

Και φτάσαμε. Ανέβηκαμε επάνω. Τα λέγαμε. Ομιλίες στο τηλέφωνο... Και άλλος εκνευρισμός στην ατμόσφαιρα...

Πάμε κάτω? Όχι, να μην πάμε, να πάμε για τσιγάρα...
Πάμε να χαλαρώσουμε λίγο... Άστο ρε, θα πάμε μετά, πάμε να πάρουμε τίποτα να κολατσίσουμε;

Φύγαμε...

Η βροχή έχει πλέον σταματήσει... Πάμε με χαλαρή μουσική μέσα στο ασημένιο γκαζάκι.

Ένα τηλέφωνο χτυπάει... Μια φωνή ακούγεται στο βάθος. Η μουσική έχει πια σταματήσει.

Νιώθω με την άκρη του ματιού μου ένα πρόσωπο να μου μιλάει. Έχουν τρακάρει. Είναι χτυπημένοι.

Κενό. Τρέμουλο. Τι να κάνω;

Ξεκινάω για εκεί... Η φωνή της λογικής έβαλε φραγμούς στο δεξί μου πόδι. Την άκουσα.

Δεξιά λωρίδα. Κόκκινο το φανάρι. Ο δρόμος υγρός. Μυρίζει παράξενα. Κίνηση πολύ στο αντίθετο ρεύμα. Μια μάζα από σίδερα απλώνεται... Μια γυναίκα σαστισμένη στα γκρί... Μια άλλη τρέχει έξω από ένα αμάξι ενώ ακόμα κινείται.

Κενό.

Κοκκινόχωμα. Χωράφια, ένας γέροντας στον δρόμο, ίσως απεσταλμένος να μας πει τον δρόμο.

Στο ίδιο φανάρι πάλι. Στρίβω αριστερά.

Έφυγα τρέχοντας και εγώ για εκεί. Ένας άντρας τρελαμένος. Η γυνάικα με τα γκρί ήρθε στην αγκαλιά μου. Επανάληψη. Πόνος και αίμα...

Ένας άντρας με ματωμένο κρανίο, γιαλιά είχαν καρφωθεί. Άμορφες μάζες... Η άσφαλτος ντυμένη με χαλί από κρύσταλλα ανακατεμένα με λάδια και υγρασία από την πρωινή βροχή, το χώμα κόκκινο δίπλα...

Ένα κίτρινο ασθενοφόρο. Μπλέ ο φάρος του. Οι δύο γυναίκες μπήκαν μέσα στην κοιλιά του και εξαφανίστηκαν. Ένας άντρας κλαίει. Αρχίζει να βρέχει. Ο άντρας με τα αίματα κλειδωμένος μέσα στην κοιλιά των αστυνόμων.

Θρύψαλα. Σταμάτησε ο χρόνος. Γκρί όλα και μουντά. Μια γεύση πίκρας γλύφει τα χείλη μας. Ζαλίζομαι. Ζαλίσεσαι.

Φόβος. Ταραχή.

Έφυγαν τα σίδερα από τον δρόμο. Έφευγαν και όλοι οι άλλοι ένας ένας.

Κλήση στο κινητό... Καμία απόκριση... Το κινητό απενεργοποιημένο.

Άλλη κλήση... 166... Στο ΚΑΤ είπαν.

Φύγαμε.

Άνθρωποι σε άθλια κατάσταση και μια γυναίκα σε καροτσάκι να ζει στην ίδια επανάληψη. Στο ίδιο ρεφρέν εδώ και ώρες.

Αξονικοί, ακτινογραφίες, μελανιές, γύψοι, κολλάρα...

2 στους 4.

Μαζί και χώρια.

Θέλω ποτό. Θέλω να σταματήσει το τρέμουλο από πάνω μου.

Θέλω να μουδιάσω, να ξεχάσω να ξυπνήσω και να μην είναι έτσι όλα. Το ίδιο και εσύ.

Ήπιαμε... ήπιαμε... ήπιαμε...

Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2010

ΣΙΒΥΛΛΑ

...

Τρανέ του Θεού Ιέρέα, για να’μπω ως μέσα
Στα βάθη του μυαλιού σου, να προφέρω
Πρέπει το λόγο εκείνο που’ν’απάνω
Κι όχι αποκάτω απ’τη σιγή που τώρα
Κρατάς για να σκεπάσεις την οργή σου.
Τι δύο είναι οι λόγοι στην ψυχή του ανθρώπου
Κ’εύκολος ο ένας, για όλα απολογιέται,
Χαμένος στην αδιάκοπη βαβούρα
Που τον καθένα κάνει να πιστεύει
Πως συλλογιέται ο ίδιος ό,τι οι άλλοι
Ολημερίς του βάνουνε στ’αυτί του.
Μα παραπάνω είν’ένας άλλος λόγος,
Π’ακούγεται μες στον άνθρωπο ως περάσει
Στην ζώνην όπου πια δεν τονε φτάνει
Η κούφια βοή, να πνίξει την ψυχή του,
Και που, μονάχα για να νιώσει ξάφνου
Την αρχή της ανάβρας του, είν’ανάγκη
Να βιγλίζει ακοίμητος ολοένα
Στην άκρη που χωρίζονται δυό κόσμοι:
Ο ένας βαρύς, πικρός και σκλαβωμένος
Απ’τα ίδια του τα χέρια, κ’ένας άλλος
Βαθύς, πλατύς, του απέραντου κατώφλι,
Που να τον μπάσει κάποτε του τάζει
Μες στ’άδυτα του Θεού… Γι’αυτό το Λόγο
Από παιδί δε μ’αναθρέψατε, Όσιε;

Στην πιο φτωχιά του Παρνασσού καλύβα,
Το πιο φτωχό διαλέγοντας ζευγάρι
Ξώμαχων, δε με δώσατε για να’μαι
Σαν ένα δίχως όνομα βοτάνι
Που ρίζωσε στη γή, ώσπου να σμίξει
Μ’όλης της Γης τη μοίρα; Κι όταν, πάλι,
Να θεμελιώνονται άρχισαν βαθιά μου
Μες στη σιγή οι αιστήσεις σα σε βράχο,
Και πρώτ’απ’όλα η ακοή, ξυπνώντας
Στα μυστικά μουρμουρητά της νύχτας
Ή της αυγής, κρυφόπλαθε τα πρώτα
Ψελλίσματα της γλώσσας που μιλούνε
Οι ίδιοι Θεοί, η δική Σας η φροντίδα,
Τότε, δε σήκωνε άγρυπνη ένα τείχος
Να μη μολέψει την ακοή μου ο άλλος
Ο λόγος που πληθαίνει απ’την οκνάδα
Του νου του ανθρώπου, όπως γοργά πληθαίνει
Στους κοιμισμένους βάλτους το βατράχι
Και, φλύαρο σμαρί δεν αφήνει διόλου
Απ’τη φωνή του άλλη φωνή ν’ακούσεις
Ή μέσα σου ή τριγύρα σου;… Κιακόμα
Σαν οι φτωχοί γονιοί μου μ’οδηγούσαν
Στην κορυφή της Ανεμώρειας μόνη,
Και στου γκρεμού μ’αφήνανε την άκρη,
Να δαμάζω τον ίλιγγο ως τσοπάνος
Που από το φρύδι ψάχνει του βαράθρου
Για κάποιο ρίφι, εσείς τη μοναξιά μου
Κρυφά δεν εφρουρούσατε ως την ώρα
Όπου η ματιά μου, ελεύτερη απ’την έννοια
Του κορμιού μου, εγδυνότανε έναν-ένα
Τους ορίζοντες κ’έμενεν αγνάντια
Από την άβυσσο γυμνή, να βλέπει
Όχι πια εκείνα που’ταν έξω, αλλ’όσα
Μέσα στην ίδια απάντεχα ανατέλλαν
Οράματα του Θεού;

...

Και τώρα που με πόνο και με μόχτο
Του Θεού μπορώ στο τέλος την ανάσα
Να κλείσω στην καρδιά μου, τώρα
Ποχω το δόρυ του άσειστο στο χέρι,
Και πού και πότε να το ρίξω ξέρω,
Αν θέλει Αυτός, τώρα που ακέρια μ’έχει,
Απ’την πολύχρονη σιωπή, γεμάτη
Σαν η αστραπή τα σύννεφα του Οχτώβρη
Ο Δελφικός χρησμός, να πνίξω θέλεις
Την εντολή στα στήθη μου;

...

Και να... Πετώ απ'την οψη μου το Χρονου
την προσωπίδα, κι όλο απάνωθέ μου
πετω το ντύμα το Καιρού, για να'βγει
από τη θήκη ετούτην η ψυχή μου
γυμνή σα σπάθα αντίκρυ σας και, μ'όλο
το μυστικόν αθέρα της, τη Μνήμη
ν'ανοίξει ως δίστομη πληγή βαθιά σας!

...

Βάραθρο ανοίγει από χιλιάδες χρόνια,
και σε τούτο το βάραθρο να πεσώ
ζητώ, καθώς στη μήτρα μέσα ο σπόρος.
Κι όσο αν αργήσει, θα ΄ρτει μιαν ημέρα
που με σπασμούς και πάλι θα τη φέρει
σρο φως, η γή, ακέραιη την ψυχή μου.
Ματην ψυχή μου πια δε δένει η ώρα,
και τ'αύριο και το σήμερα, σαν όλες
φυσάν οι πνοές τη μια της αιώνια φλόγα...
Κι ως, σ'έξω χρόνου απαντοχή, λαχαίνει
μια συννεφιά, ν'απλώνεται, κι ολοένα,
βαθιά της ως γουρμάζει η τρικυμία,
οι άνεμοι, οι κεραυνοί, οι βροχές αντάμα,
που'τανε πριν μετέωρα, όλα ξάφνου
να λυθούν, να χορέψουν, να φωνάξουν,
όμοια και τώρα το κρυμμένο μέλλον
μπορεί για με να σπάσει τα δεσμά του
σε ηρώων μορφές, σ'ατσάλινες θελήσεις,
σε πετάματα νέα πιο πέρα απ'τ'άστρα!
Κι όταν θα πάρει ο άνεμος και πάλι
του Απόλλωνα γαλήνιος και μεγάλος,
απάνω σπό τη γή, καθώς αιφνίδια
υψώνονται οι αιτοί μαζί, κι ωστόσο
ακολουθά ο καθένας την τροχιά του
στην ίδια μέσα ζεστά αδερφωμένοι,
όμοια απ'την ίδιαν Απολλώνια φλόγα
τη μυστικήν ανάβοντας ορμή τους
θε να υψωθούν και οι ήρωες προς τον ήλιον
όλοι μαζί, το φώς να κοινωνήσουν
το απέραντο, ακλουθώντας τον ως κάτου
στην Υπερβόρεια χώρα πού, απ'τους πάγους
πιό πέρα, καθαρή η ψυχή του Ανθρώπου
βυθιζεται στης ίδιας λευτεριάς της
το αθάνατο λουτρό...
Κι α! Να τη, να τη της Λευτεριάς η θάλασσα, π'ολοένα
κυλάει τα σμάραγδά της, να τα, να τα
στις όχτες της τις άφθαρτες τα ολάσπρα
τρανά πουλιά, που φτερουνάνε να τα
τα θεία ψηλά λουλούδια, που την αιώνια
φρουρούνε αδάμαστη άνοιξη, του θάρρους
ψυχή, πέρ'απ'του θανάτου το σκιάχτρο...
Κι α, να την η ίδια η Λευτεριά!...

...

Να πάμε, να πάμε, Αύγουστε Νέρων, μη αθελά μου
με τούτο το σπαθί μου κάμω πράμα
που ομπρός Σου δε θε να'θελα να κάμω!
Να πάμε, Αύγουστε Νέρων, κ'οι χρησμοί Σου,
που ψεύτικοι δεν είναι και που μήτε
χιλιάδες χρόνια χρειάζονται να βγούνε
αληθινοί, μ'από μιαν ώρα σ'άλλη
ξοπίσωθέ τους ακολουθάει η πραξη,
θα γίνουν όλοι, κι οχι μόνο ετούτοι...
(Συχωρεσέ με αν στα δικά Σου λόγια,
που ωσάν πελέκι δίκοπο χτυπάνε
δεξά-ζερβά, βάλω κοντά κ'εκείνα
που η μεγαλόκαρδή Σου καλοσύνη
τ'αποξεχνάει). Γιατί, ως χαθεί από μπρός τους
το φως που σήμερα φωτάς, είν'κι άλλοι
βαθύτεροι χρησμοί, που μοναχοί τους
ανάερα θα χιμήξουν, ο ένας πίσω
από τον άλλο πιό πικρός... Τι ετούτοι
π'ολόγυρά Σου ακλούθησαν, κ'οι γέροι
κ'οι νιοί, κι αποκοντά σ'αυτούς τα βρέφη
μαζί με τις μανάδες τους, σε λίγο,
από την πείνα, θα γυρέψουνε όλοι
να φαγωθούν αναμεσά τους, κι όλοι
σάμπως σκυλιά ξεκοιλιασμένα, ακέριο
με ψοφίμια γιομίζοντας τον τόπο,
θα κάμουν ως και τα όρνια να πετάξουν
από τη βρώμα τους μακριά!...
Να πάμε, να πάμε, Αύγουστε Νέρων, και θα γίνουν
όλα, κι ακόμα πιο πολλά... Να πάμε!

...

Τα χρόνια δε λογιάζεις
όπου, καθώς οι πετεινοί τον όρθρο
φωνάζουνε κι απο'να σ'άλλο τόπο
όλοι μαζί αποκρινονται, μηνώντας
τον ήλιο, όμοια και τότε όλες αντάμα
στην Γην απάνω οι ιερές Σιβύλλες,
η Λιβυκή, η Κουμαία, η Ερυθραία,
η Σικελή, η Χαλδαία, η Κιμμερία,
η Θεσπρωτή, η Αιγύπτια, η Εβραία,
αποκρινόντανε η μια στην άλλη
και υψώνανε τη μάντισσα φωνή τους
για μια γιγάντι'ανατολή, όπου όλους
μαζί θα φώταε τους λαούς; Μα τώρα,
α! τώρα που όποιος άνθρωπος να πάρει
τη θέση του ήλιου, αν είναι στο χρυσάφι
ντυμένος, το μπορεί, οι φωνές χωρίσαν,
κ'η καθεμιά, ως να κρύβεται απ'την άλλη,
στα σκότη δίνει το χρησμό! Τ'ακέρια
μαντεία τ'ανοίγουνε οι λαοί, κι ακέρια
για τους λαούς ανοίγονται...

Απόσπασμα του λευκαδιτη ποιητή Άγγελου Σικελιανού από το έργο του ΣΙΒΥΛΛΑ.

Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 2010

Καρδιά από πέτρες



Και πες μου εσύ ποιά είναι αυτή η πέτρινη καρδία. Εσύ που ξέρεις τόσα πες μου και ετούτο...

Καμία καρδία δεν είναι πέτρινη, τουλάχιστον καμία δεν ξεκίνησε ως πέτρινη. Ίσως αν κατάντησε πάτρινη να την ανάγκασαν να γίνει...

Όταν το κρύο είναι γεγονός και οι καρδιές κρυώνουν χρειάζονται κάτι να τις ζεστάνει.

Δεκέμβρης πλησίαζε και τότε... είχε κρύο, αλλά δεν υπήρχε ζέστη... Αντίθετα την βούτηξες εσύ στον πάγο.

Από μια λέξη πιάστηκες και το ίδιο και εγώ. Εσύ έκανες μια Χραπ και έκοψες τις πρυμάτσες. Με έστησες γυμνή μέσα στα χιόνια στα 50 μέτρα μακριά στεκόσουν, όπλισες την καραμπίνα σου και σημάδεψες την καρδιά μου. Την μεριά με τις καμήλες και τις κανέλες. Αίματα γέμισαν παντού...

έπεσα αναίσθητη στο παγωμένο χιόνι. Άναψες ένα τσιγάρο και έφυγες νιώθωντας ίσως ηδονή -δεν μπορώ να ξέρω... Εγώ έμεινα στο χιόνι για ώρες, μέρες... με το αίμα να τρέχει στο χιόνι και να γίνεται κόκκινος πάγος.

Σιγά σιγά πάγωσε και η δική μου. Έγινε σαν κρύσταλος, παγωμένη.

Εσύ δεν ήρθες ποτέ να μου δώσεις το χέρι σου να σηκωθώ ξανά.

Άλλος ήρθε -τυχαία, και με ζέστανε, μια έδωσε μια αγκαλιά -που τόσο χρειαζόμουν, μου έδωσε και ρούχα. Η καρδιά μου άρχισε και πάλι να ζεσταίνεται... αλλά τώρα είχε αρχίσει να λιώνει. Έπρεπε να την βουτήξω στο χώμα για να γίνει πέτρινη.

Νέα μου, μου λες γιατί δεν είχες...

Πότε ενδιαφέρθηκες και με ρώτησες τα νέα μου; Το τηλέφωνό μου ήταν πάντα σιωπηλό απο σένα... Μόνο κοντά στο Πάσχα, θυμάσαι που σου ήρθε ένα μήνυμα και ρωτούσε αν είσαι καλά; Σε σκεφτόμουν, αλλά απουσίαζες.

Νέα μου, λοιπόν φρόντιζα να μαθαίνεις όσα και όταν εγώ επέλεγα.

Πες μου γιατί όσες φορές προσπάθησα να έρθω σε επαφή μαζί σου πάντα μου έκλεινες την πόρτα;

Δεν ξέρω πια τι κάνεις και που είσαι. Έχω να σε δω κοντά ένα χρόνο και άλλο τόσο -σχεδόν- να τα πούμε.

Δεν με πειράζει, ήταν το πείσμα μας και ο εγωισμός μας που μας έφερε εδώ. Μην ξεχνάς ότι μοιάζουμε πολύ και σε πολλά.

Συχνά βλέπω σημάδια σου στον δρόμο, παντού γύρω μου. Εσύ όμως πουθενά.

Είδες μια φωτογραφία με μια καρδία.

Τυχαία τα βότσαλα βαλμένα σε αυτή τη σειρά. Ο φακός άλλο προσπαθούσε να συλλάβει. Δεν το ήξερα παρα μόνο την ημέρα που εμφανίστηκαν οι φωτογραφίες. Τότε είδα με έκπληξη την πέτρινη αυτή καρδιά...

Τυχαίο; την ίδια ημέρα σε πήρα τηλέφωνο, μέσα στο μεσημέρι. Δεν περίμενα να το σηκώσεις ούτε αυτή τη φορά, αλλά το σήκωσες -ίσως καλύτερα να μην το σήκωνες. ένιωσα άσχημα που σε ενόχλησα και ας μου είπες ότι δεν ενοχλώ -δεν σε πίστεψα. Μου φανέρωσε ότι μου έλεγες ψέματα ο τρόπος που μιλούσες...

-Γιατί σε κάλεσα;
-Γιατί σε νοιάζομαι, γιατί θέλω να ξέρω ότι είσαι καλά.

Μπορεί απ'έξω να είναι πέτρινη, αλλά απο μέσα έχει ακόμα αίμα να τρέχει καυτό... όσο απέμεινε και δεν κύλησε στο χιόνι.

Να είσαι καλά θέλω μόνο.

"Κλεισ' τα μάτια σου και κοίτα,
ξέχασε την αλφαβήτα,
μην μετράς τι είναι πρώτο,
χάσε τον Βορρά, τον Νότο.
Αν την γύμνια σου φορέσεις
και των άλλων συγχωρέσεις
το σκοτάδι θα φωτίσει
και η σιωπή θα τραγουδήσει..."