Τετάρτη 11 Ιουλίου 2012

Έμεινα εδώ...

Ξέρεις... Μεγάλωσα πια.

Κάποτε ήμουν μικρή και κάποτε, πολύ πιο παλιά δεν υπήρχα...

Στην αρχή στο σπίτι υπήρχε ένας κύριος και μια κυρία που αγαπιώντουσαν πολύ. Έκαναν ένα παιδάκι και ζούσαν ευτυχισμένοι. Είχαν τον γιο τους να συμπληρώνει την ευτυχία τους. Τα χρόνια πέρασαν και έμαθαν πως θα αποκτήσουν και άλλο ένα παιδάκι. Η χαρά τους μεγάλη!

Οι μήνες περνούσαν και η κοιλιά μεγάλωνε... του Σταυρού ήταν που μπήκαν στο νοσοκομείο για να γεννήσουν. "Δεν γίνεται να βγει το παιδί, έρχεται στραβά και καισαρική δεν μπορούμε να σου κάνουμε...", της είπαν τότε οι γιατροί... "Άνοιξέ με και βγάλε το παιδί από μέσα μου, να ζήσει αυτό" τους είπε τότε αυτή. "Παιδί μου έχεις ένα παιδί και έναν άντρα... Εγώ έγκλημα δεν κάνω. Πάω να πλύνω τα χέρια μου.." είπε ο γιατρός. Και έτσι έγινε, πήγε στο νιπτήρα του δωματιού και έπλενε τα χέρια του. Μια εικόνα πάνω από το κεφάλι της, γύρισε όπως ήταν ξαπλωμένη και ευχήθηκε στην Παναγία να την βοηθήσει. Σηκώθηκε από το κρεβάτι της μαζί με τον ορό της και πήγε στην τουαλέτα. "Γιατρέ, βγες. Πρέπει να πάω στην τουαλέτα!", του είπε. "Τι λες παιδί μου αφού είσαι νηστική για μέρες... Κάτσε μισό λεπτό... Εσύ γεννας!".

Έτσι και έγινε αυτή γέννησε και πλέον το σπίτι τους είχε ένα αγοράκι και ένα κοριτσάκι.

Τα παιδιά μεγάλωναν. Η μάνα τους πάντα ύαινα να κατασπαράξει όποιον θα πείραζε τα παιδιά της. Ο μικρός ήθελε να γίνει αεροπόρος και η μικρή ήθελε να γίνει ναύτης. Αστεία που είναι τα παιδιά...

Φιλάσθενο παιδί η μικρή. Πάντα με τα αφτιά της. Και εκείνη την φορά που ο πυρετός της είχε φτάσει 41 που της έμεινε αναίσθητη... Και όμως κατάφερε να φέρει πίσω την μικρή της. Ή την άλλη φορά που είχε πρηστεί το δόντι της και δεν την έκανε καλά καμία αντιβίωση που μπήκαν στο νοσοκομείο, και το πρώτο μεσημέρι έφεραν στη μικρή της μακαρόνια με κιμά και ένα μήλο (κόκκινο), μόνο που δεν έδειρε την τραπεζοκόμα, γιατί το παιδί της δεν μπορούσε να μασήσει σχεδόν τίποτα. Ή την άλλη φορά που έιχε σπάσει τον αγκώνα της και μετά από καιρό που έβγαλε τον γύψο είχε πάθει αγκύλωση της έκανε μόνη της φυσιοθεραπείες για να κουνήσει πάλι η μικρή της το χεράκι της.

Στο σχολείο της φορούσε κάτι φορέματα που έκαναν την μικρή να κλαίει από ντροπή... νόμιζε ότι θα ήταν άσχημη (όχι ότι πίστευε ποτέ ότι είναι όμορφη). Στο σχολείο μπορούσε να τσακωθεί με όλους αν έβλεπε ότι δεν πήγαιναν σωστά τα πράγματα και που καμάρωνε για την πρόοδο του παιδίου της.

Μεγάλωσε τα παιδιά με αρχές και ήθος.

Ο γιός έφυγε νωρίς για σπουδές και έτσι έμεινε με την μικρή. (Πάντα στα ματια της θα είναι μικρή) Και ήταν σαν φίλες, αλλά όχι ακριβώς...

Όταν ήρθε η ώρα της μικρής για σπουδές "Μόνο Αθήνα" της είπαν οι γονείς της. Όχι ότι δεν θέλαν, αλλά δεν είχαν την οικονομική άνεση. Και αυτή αυτό έκανε. Πέρασε σε μια σχολή που δεν της άρεσε. Πήγε ένα εξάμηνο και μετά είχε πρόφαση τη σχολή. Κάποια στιγμή ξύπνησε και διάλεξε μια σχολή που πίστευε ότι θα της άρεσε.

Σε μια σχολή για καπετάνιους μπήκε τη δεύτερη φορά η μικρή. Τον Φλεβάρη θα έφευγε ταξίδι και ένα μήνα πριν έπεσε και χτύπησε ένα βράδυ Σαββάτου, στο γόνατο καλό χτύπημα. Δεν τους είπε τίποτα, είχαν βγει και αυτοί μετά από τόσο καιρό. Θα περάσει σκεφτόταν η μικρή... Το βράδυ πήγε να πιεί νερό την κουζίνα και λιποθύμησε από τον πόνο. Η μάνα της ξύπνησε πρώτη, νόμιζε ότι είχαν μπει στο σπίτι κλέφτες. Ήταν η μικρή τους αραδιασμένη στο πάτωμα. Πήγαν στο νοσοκομείο, ρήξη συνδέσμου τους είπαν οι γιατροί. Αυτή ήταν μέσα στη στεναχώρια... Και σε ένα μήνα θα έφευγε η κόρη της για ταξίδι με πλοίο. Δεν της άρεσε καθόλου ούτε το χτύπημα της μικρής και πόσο μάλλον που θα έφευγε το παιδί τους.

Το βράδυ πριν φύγει έκατσαν οι τρεις τους στην κουζίνα. "Να ξέρεις ότι εδώ είναι πάντα το σπίτι σου και ότι αν νιώσεις ότι δεν είναι για σένα θα φύγεις αμέσως και θα γυρίσεις πίσω. Και μην φοβάσαι τίποτα, κανένας καλός δεν χάνεται." είπε ο πατέρας στην μικρή.

Την άλλη μέρα έφυγε. Και ήταν δύσκολα πολύ, όχι η δουλειά αλλά ο κόσμος. Σκάρτος τελείως.

Και η μικρη γύρισε βαριά άρρωστη σπίτι της. Και η μάνα της ήταν εκεί, όπως πάντα, στο πλάι της.

Και τα χρόνια περασαν και η μικρή έφευγε και γύρναγε. Σε ένα ταξίδι αναγκάστηκε να γυρίσει νωρίτερα σπίτι της γιατί αιμορραγούσε κάτι μήνες από το αφτί της. Βρήκε τον πατέρα της στο νοσοκομείο, βαριά άρρωστο. Οξυγόνα στο σπίτι... Δύσκολα... Έκατσε ένα μήνα ξέμπαρκη, ο πατέρας της είχε βγει από το νοσοκομείο και πήγαινε κάπως καλύτερα, αλλά σαφώς καταβεβλημένος.

Έφυγε και έλειψε 6,5 μήνες. Γύρισε και ο θείος της χαροπάλευε. Τις πρώτες μέρες πίσω πάντρεψε δύο αστέρια λαμπρά. Κοίταξε μετά να βρεί σπίτι καλύτερο για το αγαπημένο ζευγαράκι, την μάνα και τον πατέρα της. Και βρήκε. Μετακόμισαν και μετά από λίγες μέρες πέθανε ο θείος της. Ο αγαπημένος της μάνας της. Λίγο καιρό μετά έφυγε πάλι.

Σε ένα λιμάνι είχαν φτάσει και ετοιμαζόταν μετά από 3 μήνες να βγει την πρώτη της έξοδο. Είδε ένα μήνυμα στο κινητό της από τον αδερφό της. Τον πήρε τηλέφωνο οπως της ζητούσε αυτός. "Η μαμά μας δεν είναι πολύ καλά... Της βρήκαν έναν κακοήθη όγκο... Ξεκίνησε θεραπείες." Ο ουρανός σταμάτησε να είναι γαλανός για την μικρή και οι μέρες της έγιναν ανυπόφορες και γκρίζα βροχερές. Έκατσε άλλον ένα-μιση μήνα μέσα σε αυτή τη φυλακή. Όχι ότι δεν ήθελε να έρθει, αλλά μπορεί να χρειάζονταν να βοηθήσει οικονομικά.

Γύρισε και βρήκε την μάνα της χλωμή. Ανύμπορη. Ένα φοβησμένο σπουργιτάκι. Και τους έδιωξε όλους από το σπίτι. Έμεινε η μικρή εκεί με την μάνα της και τον πατέρα της. Μόνο οι τρείς τους. Και ήταν δύσκολο.

Η μάνα της φοβόταν να της το πει της μικρής όταν έλειπε, και  η μικρή φοβάταν να αφήσει την μάνα της να το καταλάβει ότι ήξερε όσο έλειπε. "Φοβάμαι, δεν θέλω να πεθάνω, θέλω να ζησω. Μόλις το έμαθα νόμιζα ότι έπεσε ο ουρανός, έχασα τον κόσμο κάτω από τα πόδια μου. Και δεν ήθελα να το μάθεις εκεί που ήσουν μην στεναχωρηθείς." είπε η μάνα της. "Μην φοβάσαι τίποτα μανούλα μου! Εγώ είμαι τώρα εδω και όλα θα πάνε καλά! Θα γίνεις καλά! Αλήθεια το λέω, θα το δεις! Αλήθεια μαμά... σου έχω πεί ότι σε αγαπάω πάρα πολύ; Μανούλα, σε ΑΓΑΠΑΩ ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ!" Οι θεραπείες τους συνεχίζονταν και η μάνα της φοβόταν και το έβλεπε η μικρή και τότε αρματωνότανε με θάρρος και ορμούσε! Και έκανε την μανούλα της να ελπίζει πάλι και να γελάει. Και το ήξερε η μικρή ότι δεν θα έφευγε πάλι μέχρι να γίνει καλά η μανούλα της. Και πήγαν για αξονική, να δουν τι έχει κάνει ο όγκος. Και τώρα ο γιατρός είδε και άλλο μέλος προσβεβλημένο. Και η μάνα της άσπρισε και πάγωσε το αίμα στις φλέβες της. Και το κατάλαβε η μικρή γιατί και αυτη έτσι ένιωσε, τα αφτιά της να βουίζουν και τα πόδια της να έχουν ξεριζωθεί απο τους γοφούς της. Ακούμπησε το χέρι της απαλά γύρω απο τους ώμους της μανούλας της και της είπε: "Δεν είσαι μόνη σου τώρα... Είμαστε όλοι μαζί! Και θα τα καταφέρουμε να νικήσουμε!" έπαιρνε δύναμη και η μανούλα της.

Το απόγευμα στο σπίτι ο πατέρας της στο μπαλκόνι με τα μάτα πρησμένα από το κλάμα και μέσα στον καναπέ η μανούλα ης ακόμα χλωμή καιμε το βλέμα της καρφωμένο στο κενό. Η μικρή τους έδεσε πάλι πίσω. Το βράδυ μόνο που δεν τσακώθηκαν. Τότε τους σταμάτησε η μικρή, άπλωσε τα χέρια της και έπιασε τα χέρια των γονιών της. "Τι κάνετε τώρα; Είναι δύσκολο για όλους μας, και όλοι μας φοβόμαστε, αλλά έχουμε την αγάπη μας και θα τα καταφέρουμε ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ!" τότε ηρέμησαν και προσπάθησαν να της δώσουν ένα παγωμένο χαμόγελο. Καλό είναι για αρχή, σκέφτηκε η μικρή.

Πήγαν για θεραπεία. Ο γιατρός προβληματισμένος. "Ανησυχητικές οι εξετάσεις σου, αλλά εγώ σε βλέπω ότι πας καλύτερα. Θα αλλάξουμε την θεραπεία και θα δούμε πως θα πάμε, ίσως χρειαστεί να κάνουμε και ακτινοβολίες παράληλα" είπε ο γιατρός της. Η μανούλα της πάλι χλώμιασε και φοβήθηκε πολύ αλλά και πάλι η μικρή έκανε ότι μπορούσε για να την κάνει να χαμογελάσει και να ξεχαστεί από τις δυσάρεστες σκέψεις της.

Όταν καθόντουσαν στο κρεβάτι της μανούλας της τοτε αυτή της έλεγε "Και εσύ παιδί μου δεν πας πουθενά, όλη μερα εδώ είσαι, καλοκαίρι και ούτε για μπάνιο δεν πας." και τότε η μικρή της απαντούσε "Εσύ δεν μου έμαθες να κάνω αυτό που με ευχαριστεί; Εμένα με ευχαριστεί να είμαι μαζι σας!" και τότε η μάνα της δεν μιλούσε και μόνο την αγκάλιαζε με τα φτερά της ανοιγμένα. Ένα άλλο πάλι απόγευμα είπε η μανά της ότι θα πάει για ντους και θα βρέξει τα μαλλιά της αλλά δεν θα βάλει σαπούνι γιατί φοβάται μην της πέσουν τα μαλλιά από τις θεραπείες, μα η μικρή δεν νοιάστηκε και της είπε να βάλει σαπουνάκι και να μην φοβάται τίποτα, γιατί η μικρή ήξερε ότι αν πέσουν τα μαλλιά της μανούλας της θα κόψει και αυτή τα δικά της...

Και πλέον η μικρη έχει καταλάβει ότι είναι η μαμά των γονιών της και δεντην νοιάζει γιατί την χρειάζονται τώρα. Όχι πως είναι εύκολο, τα βράδια μόλις τους βάλει για ύπνο παιρνει το αμάξι και γυρίζει στους δρόμους με κλάματα καυτά να τρέχουν από τα μάτια της και μια παράκληση να γίνουν όλοι καλά και η Παναγία να τς δίνει δύναμη.