Ο ήρωας της ιστορίας, ο Σωτήρης, είναι ένα παιδί 20 χρονών γύρω στο 1,75, καστανός με μαύρα μάτια. Τα μεγαλύτερα όμως προτερήματά του είναι η καταγωγή του (Κρητικός) και οι δυο καλοί του φίλοι ο Δημήτρης και ο Μάνος (επίσης από την Κρήτη).
Μένει κάπου κοντά στο Πειραιά αλλά οι δουλειές του τον φέρνουν συχνά στη Λεωφόρο Μεσογείων, στην Πανεπιστημίου ή σε άλλα γνωστά στέκια όπως η πλατεία Εξαρχείων, η πλατεία Κολωνακίου κ.λ.π.. Ο Δημήτρης με τον Μάνο έχουν τις δικές τους ασχολίες και δουλειές, όμως βρίσκονται συχνά με τον Σωτήρη στα παραπάνω στέκια.
Οι δουλειές του Σωτήρη στην αρχή πάνε καλά, βγάζει χρήματα τα οποία ξοδεύει όμως αλόγιστα. Τα προβλήματα του ξεκινούν από την στιγμή που ξοδεύει περισσότερα απ'όσα βγάζει. Αρχικά δανείζεται. Οι δυο "φίλοι" του όμως δεν τον στηρίζουν. Τον δανείζουν μόνο για να εκμεταλευτούν τον απάνθρωπο τόκο που του επιβάλλουν. Η σχέση τους πλέον δεν είναι φιλική, είναι μια σχέση εκμετάλευσης.
Ο Σωτήρης χωρίς φίλους, χάνει την δουλειά του και τριγυρνάει σε κακόφημα μέρη (Ομόνοια, πλατεία Εξαρχείων, Λεωφόρος Συγγρου κ.λ.π.) αναζητώντας απεγνωσμένα διέξοδο. Συχνά αναγκάζεται να κλέψει για να βρεί τα χρήματα που του χρειάζονται.
Έτσι στις 01-03-2008 ο Σωτήρης συλλαμβάνεται (όχι για πρώτη φορά) και οδηγείται στην φυλακή. Η "διαμονή" του εκεί τον συνεφέρει προσωρινά και λίγες μέρες αργότερα βάζει υποθήκη το σπίτι του εξοικονομώντας κάποια χρήματα με τα οποία πληρώνει την εγγύηση και βγαίνει από την φυλακή.
Χωρίς σπίτι πλέον κοιμάται σε εγκαταλελειμένους σιδηροδρομικούς σταθμούς προσπαθώντας απεγνωσμένα να ξεφύγει από τους δύο παλιούς του "φίλους" (στους οποίους χρωστάει ακόμα). Αυτό όμως είναι αδύνατο και έτσι ο Σωτήρης γυρνάει στην παλιά του ζωή (την άσωτη) και αναπόφευκτα στη φυλακή. Στη φυλακή τρελαίνεται, φρικάρει. Ξέρει ότι το τέλος του είναι κοντά.
Ώσπου οι παλιοί του "φίλοι"φανερά μετανιωμένοι αποφασίζουν να του δώσουν μια ευκαιρία ακόμη, μια "ζαριά" για να κερδίσει την ζωή. Το πρόσωπο του Σωτήρη φωτίζεται για λίγο. Το ζάρι όμως κυλώντας αργά, βασανιστικά πάνω στο βρώμικο από στάχτες γραφείο σραματάει έχοντας στην πάνω πλευρά τέσσερεις μόνο τελείτσες.
-Όχι ρε γαμώτο, για δύο τελείτσες μόνο... ,ψιθυρίζει και χωρίς να το σκεφτεί σηκώνεται από την καρέκλα κοιτάει τους δύο φίλους του και τους λέει:
-Δεν παίζουμε και καμιά πρέφα; Σπάσανε τα νεύρα μου μ'αυτή την MONOPOLY...
Παρασκευή 7 Μαρτίου 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου