Πέρασε ο καιρός και ήρθε η ώρα να φύγω ξανά, ανακοίνωσα λοιπόν στους γονείς μου ὀτι μίλησα με την εταιρία και μου είπαν που θα πάω!
-Θα είναι στην Καραϊβική το καράβι!! (ξεστόμησα πετώντας στα σύννεφα!)
Η χαρά του μπαμπά μου ήταν δίχως άλλο απρόσμενη:
-΄Ελα!!! Μπράβο!! Ααα, αυτά είναι Κούβα, Αβάνα, πούρα, τεκίλα, ρούμι!!
Με ένα χαμόγελο μέχρι τα αφτιά!!
Βέβαια και η αντίδραση της μαμάς ήταν άκρως ξεκαρδιστική:
-Αα...
Τα έβαψε μαύρα η γυναίκα. Λογικό μετά άπό 7 μήνες θα γυρνούσα πίσω... Μπάρκο στην Λατίνα ήταν αυτό, δεν ήταν παίξε γέλασε. Τόσα ακούγονται κάθε μέρα στις τηλεοράσεις. Δολοφονίες, βιασμοί, εξαφανίσεις, ναρκωτικά...
-Το ξέρω ότι εσύ προσέχεις και είσαι σοβαρό παιδί... Τους άλλους δεν εμπιστεύομαι.
(Τα εξ απαλών ονύχων λόγια της μανούλας μου)
Με τα πολλά το πήρε απόφαση. Κατέληξα με δυο βαλίτσες έτοιμες να εκτοξεύσουν τα σωθικά τους.
-Να πάρεις και το πιστολάκι για μαλλιά παιδί μου... Μην κρυώσεις.
-Εντάξει μανούλα! (που να της πω όχι, απαρηγόρητη ήταν, αλλά δεν το έδειχνε-μη στεναχωρηθεί το παιδί)
Ξεκινήσαμε λοιπόν όλοι μαζί για το αεροδρόμιο από τις έξι το πρωί. Η μαμά, ο μπαμπάς και φυσικά εγώ που ήμουν η άμμεσα ενδιαφερόμενη (μόνο ο σκύλος μας ξέφυγε-ζαλίζεται στο αμάξι μην πάει αλλού ο νούς σας).
Έφτασε η κρίσιμη ώρα να περάσουμε την πύλη (τρία δοκίμια-εγώ, ο Βρασίδας και ο Θύμιος- και η γυναίκα του πρώτου-η κυρία Ελισάβετ). Αγκαλίές, φιλιά η μαμά με το ζόρι συγκράτησε τα δάκρυα, ο μπαμπάς με ένα χαμόγελο μου είπε πολύ περισσότερα απ'ότι με το στόμα. (είχε και τις διαβεβαιώσεις της κυρίας Ελισάβετ ότι θα είμαι υπό την προστασία της -έλεος μανούλα, σκέφτηκα αλλά δεν μίλησα)
Το ταξίδι αρχίζει!
Περνάμε τους πρώτους ελέγχους και φτάνουμε στην αίθουσα αναμονής. Τα καθίσματα σαν νοσοκομείου, το ένα δίπλα στο άλλο. Καθίσαμε, να έρθει το αεροπλάνο. Ούτε τσιγάρο ούτε ένα κυλικείο... Μια φωνή στα μεγάφωνα έσπασε την μονοτονία της αναμονής.
-Η πτήση για Φιλλαδέλφια θα έχει καθυστέριση.
Γιατί; Τρέχω κατευθείαν στον κισέ, η υπάλληλος της αεροπορικής εταιρίας με ενημέρωσε:
-Υπάρχει πρόβλημα με την πόρτα των αποσκευών, δεν ανοίγει και είναι γεμάτη με τις βαλίτσες της προηγούμενης πτήσης. Θα πρέπει να περιμένετε.
Ξαναγύρισα στο καρεκλάκι μου. Ενημέρωσα το γκρουπάκι μου.
-Ωχ... Επίτηδες το κάνουν, λένε ψέματα. Κάτι άλλο πρέπει να έχει γίνει, πιο σοβαρό αλλά δεν το λένε.
Ακούστηκε μία γυναικεία φωνή από πίσω μου. (Τρομοκρατημένη συνταξιδιώτισσα)
Τα νεύρα μου είχαν είχαν αγγίξει τα έσχατα όρια τους...
-Παιδιά, δεν πάει άλλο, πρέπει να βρούμε ένα μέρος να πάρουμε κανένα καφέ. Να κάνουμε ένα τσιγάρο. Δεν πάει άλλο έχει γυρισεί το μάτι μου. Τρισίμιση ώρες περιμένουμε. τους είπα (άτιμο πράγμα το τσιγάρο).
Σηκωθήκαμε λοιπόν τα τρία δοκίμια να βρούμε το κυλικείο. Να πιούμε έναν καφέ, να ανάψουμε και εκείνο το πολυπόθητο τσιγάρο... Και να μην ξεχάσουμε την τυρόπιτα της κυρίας Ελισάβετ.
Ανεβαίνουμε σκάλες, από τον ένα διάδρομο στον άλλο. Το βρήκαμε!
Με τους καφέδες στο χέρι πάμε στο ελεύθερο στάντ-τραπεζάκι. Ανάβω το τσιγάρο!!
Αχ, τι απόλαυση, νιρβάνα!
-Σβήσ'το. (είπε απότομα ο Βρασίδας)
-Τι λες; Πας καλά; Τόση ώρα λέγαμε... (προσπάθησα να του πω)
-Δεν την άκουσες την ανακοίνωση; Να επιβιβαστούμε στο αεροπλάνο. Σε ένα τέταρτο απογειωνόμαστε.
Την τύχη μου... Ούτε καφέ πρόλαβα να πιώ, ούτε τσιγάρο έκανα.
Τα πόδια στην πλάτη. Να βρούμε την αίθουσα αναμονής. Προλάβαμε! (Την τυρόπιτα ξεχάσαμε προς απογοήτευση της κυρίας Ελισάβετ)
-Εε, εντάξει δεν πειράζει παιδιά που δεν πήρατε τίποτα...
Χριστέ μου... Τι ήταν αυτό; Ένα μικρό αεροπλάνο με κάτι μικροσκοπικούς διαδρομάκους... (άλλα ήξερα εγώ για τα υπερατλαντικά αεροπλάνα- μεγάλα, καινούργια, με κάθε είδους εξυπηρετήσεις και βολές...)
-I'm sorry, it seams I have a problem with my ears. Is there anything I could do to avoid the pain? (Συγνώμη, φαίνεται πως έχω πρόβλημα με τα αφτιά μου. Υπάρχει κάτι που μπορώ να κάνω για να αποφύγω τον πόνο;), ρώτησα την αεροσυνοδό.
-If you have a problem with your ears you should not be on a plane. (Αν έχεις πρόβλημα με τα αφτιά σου δεν θα έπρεπε να είσαι σε αεροπλάνο), μου απάντησε ξυνά.
Έχω πάθει παράκρουση σκέφτηκα...
Ούτε μία, ούτε δύο ώρες στους αιθέρες. Έντεκα ολόκληρες ώρες πτήσης μέχρι την Φιλλαδέλφια! Δεν της έδωσα ξανά σημασία. Είχα τον δικό μου αεροσυνοδό εγώ! Όχι παίζουμε! Ήταν ένας ευγενέστατος κύριος γύρω στα 35 με 40. Τι sweety με είπε, τι sweetheart, τι honey! (γλυκία μου είναι η κατά προσέγγιση μετάφραση). Φιλικός, ευγενικός και ευχάριστος!
Φτάσαμε επιτέλους στην Φιλλαδέλφια! Ναι, αλλά είχαμε χάσει την ανταπόκριση για την Νέα Ορλεάνη όπου ήταν ο τελικός αεροπορικός προορισμός μας! Έπρεπε να περάσουμε πρώτα από το Immigration (κάτι σαν το δικό μας αλλοδαπών), να συμπληρώσουμε τις φόρμες με στοιχεία, και άλλα στοιχεία, και άλλα στοιχεία, να ελέγξουν τις βίζες μας, τα διαβατήρια...
Τα πράγματα μετά! Δεν πάνε μόνα τους... Στο χέρι οι βαλίτσες και πάμε!
-Που πάμε καλέ;
-Να βρούμε τον κισέ της αεροπορικής να δούμε τι γινέται με τα εισιτήρια. Μπορεί να μείνουμε και εδώ. Αν έχει ενημερωθεί η εταιρία για την καθυστέρηση μπορεί να μας περιμένει πράκτορας έξω. μου απάντησε ο Βρασίδας.
Με τα πολλά το βρήκαμε. Περίμενε τώρα σαν το γαιδούρι φορτωμένη στην ουρά του κισέ. (Αααα, βρε μάνα... Και το πιστολάκι πήρα και ότι άλλο μου έιπες, για να μην σε κακοκαρδήσω κουβαλάω σαν γάιδαρος στρωμένος τώρα)
Ήρθε και η σειρά μας!
-Τι γράφει; με ρωτήσαν
-Σε μισή ώρα πετάμε. Γρήγορα να δώσουμε τις βαλίτσες! τους είπα κοιτώντας τα εισιτήρια.
Γρήγορα οι βαλίτσες στον διάδρομο αποσκευών, και το κυνήγι της πύλης έιχε μόλις αρχήσει.
-Τι είναι τώρα αυτό; απογοητευμένη πια
-Σωματικός έλεγχος... Μετά τους πύργους... απάντησε ο Βρασίδας
-Παρακαλώ βγάλτε το μπουφάν σας, αφήσε την τσάντα σας εδώ, αν φοράτε ζώνη βγάλτε τη, βγάλτε τα παπούτσια σας, αν έχετε ηλεκτρονικά και υπολογιστές στις χειραποσκευές σας να τα βάλετε σε ξεχωριστό καλαθάκι, αν φοράτε μεταλλικό μεταγιόν να το πιάσετε με τα δόντια σας. είπε στα αμερικάνικα ο υπάλληλος ασφαλείας του αεροδρομίου.
Μου κάνει πλάκα το σύμπαν σκέφτηκα. Δεν γίνονται αυτά. Κι όμως γίνονται...
Ξυπόλιτη, με το σταυρουδάκι στο στόμα την τσάντα μου ξεκοιλιασμένη πέρασα κι εγώ τον έλεγχο.
-Ακολουθήστε με. μου είπε ένας άλλος της ασφάλειας (στο CNN θα με δείς μανούλα μου κι ας μην έχω κάνει τίποτα) που κράτουσε τα καλαθάκια μου στο χέρια.
-Καλά, μπορώ να βάλω τα παπούτσια μου;
Για απάντηση εισέπραξα ένα ξερό: Όχι.
Τι αμαρτίες πληρώνω σκεφτόμουν...
Με οδήγησε σε ένα δωμάτιο με κάτι περίεργα μηχανήματα.
-Στάσου εδώ και πάτα εκεί που είναι οι πατούσες στο χαλάκι.
Στάθηκα κι εγώ. Σαν πρόβατο που πήγαινε για σφαγή. Στεκόμουν μπροστά σε ένα μηχάνημα που έκανε κάτι "ψτ, ψτ" (σαν ψεκασμός).
-Εντάξει, μπορείται να φορέσετε τα παπούτσια σας. Τελείωσε ο έλεγχος. μου είπε.
Γύρισα να βάλω τα παπουτσάκια μου, να μαζέψω και τα πραγματάκια μου.
-Αυτό που κρατάτε είναι ο αναπτήρας μου. Μπορείτε να μου τον δώσετε να φύγω; είπα με σθένος!
-Απαγορεύεται να έχετε αναπτήρα στο αεροπλάνο.
-Μα με αυτόν τον αναπτήρα στην τσέπη ταξίδεψα από την Ελλάδα!
-Απαγορεύεται.
Τον πήρε... Δέκα λεπτά μας είχαν μείνει για την πύλη.
-Θα το χάσουμε Βρασίδα... ,του είπα
-Πρέπει να τρέξουμε για να προλάβουμε! είπα σε όλη την τετράδα.
Σαν τρίχρονα τρέχαμε στο αεροδρόμιο να βρούμε την πύλη, να περάσουμε τον τελευταίο έλεγχο και να μπόυμε στο αεροπλάνο. Τρίχρονα είπα; Σαν αθλητές του στοίβου... Τέτοιο ρεκόρ δεν έχω ξανακάνει.
Στο βάθος δεξιά η πύλη.
-Άντε, λίγο μας έμεινε! Ακριβώς μπροστά στην πύλη οι δύο πιλότοι. (Θα ξεμείνουμε εδώ... αχ, μανούλα μου)
-Προλάβαμε; ρωτήσαμε όλοι μαζί την υπάλληλο που στεκόταν στην πύλη.
-Ναι!
Η πιο γλυκιά απάντηση!
Άλλες τέσσερεις ώρες στο αεροπλάνο. Δεν θυμάμαι και πολλά. Σκεφτόμουν με λαχτάρα το βαπόρι! Τι να με περιμένει άραγε; Μακάρι να βρώ ανθρώπους... Θα μάθω; Έτσι πέταξε η πτήση ενώ είχα παραδοθεί στις αγωνίες μου, στις ευχές μου και στα όνειρα μου για ένα καλό μπάρκο.
Μεσάνυχτα μας βρήκαν στο αεροδρόμιο της Νέας Ορλεάνης. Ταλαίπωρα πλάσματα...
Είδαμε τον ατζέντη με μία χειρόγραφη σελίδα που έγραφε το όνομα το πλοίου. Ένας τύπος που μύριζε μίλια μακριά, απέραντος τύπος μου φάνηκε ατελείωτος ο όγκος του, με ένα βρώμικο και τρύπιο τζίν, με κάτι ακούρευτα μαλλία που είχαν και χλωρίδα (μπορεί και πανίδα). Περιμέναμε μαζί να περάσουν από μπροστά μας οι βαλίτσες μας.
Τικ, τακ, τικ, τακ... Τα λεπτά περνούσαν... Άρχισαν να περνάν από μπροστά μας οι πρώτες βαλίτσες...
Τικ, τακ, τικ, τακ... Πέρασε μία ώρα. Ο διάδρομος σταμάτησε να φέρνει βαλίτσες. Οι δικές μας πουθενά.
-Πάμε στον κισέ των απώλεσθέντων. Να δηλώσουμε τις αποσκευές σας. μας είπε βαριεστημένα ο ατζέντης.
Πάλι πίσω από έναν κισέ... Να περιγράψουμε τις βαλίτσες, πόσες είναι... Να δώσουμε και άλλα στοιχεία...
Κατά τη μία το βράδυ ο ατζέντης μας ενημέρωσε ότι θα μας πάει σε ένα ξενοδοχείο και το πρωί στις 10 θα πέρναγε να μας μαζέψει.
-Οι βαλίτσες μας; Τι θα γίνει με τις βαλίτσες μας; είπα παραδωμένη πια.
-Αύριο θα μάθουμε τι γίνετε... είπε το ίδιο ξερά ο ατζέντης.
Στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου πλέον. Να μας δώσουν τα δωμάτιά μας.
-Θέλετε δωμάτιο καπνιστών ή μη καπνιστών μας;
-ΚΑΠΝΙΣΤΩΝ! είπαμε με μία φωνή εγώ και ο Βρασίδας.
-Εμμμ, δεν έχουμε ελεύθερα δωμάτια καπνιστών...
Δεν άντεξα... Της απάντησα...
-Τότε τι με ρωτάς; Παίζεις με τον πόνο μου... Τέλος πάντων, δώσε μας ότι υπάρχει... Και μιάς και είπες καπνιστών έχεις αναπτήρα, σπίρτα; Κάτι...
-Σπίρτα. Ορίστε.
-Μπορώ να καπνίσω εδώ;
-΄Οχι, θα πρέπει να πάτε έξω.
Έξω, μία και μισή το βράδυ, με τα νεύρα μας σπασμένα, με έναν αέρα να μην μπορούμε να ανάψουμε τσιγάρο, με χαμένες αποσκευές... Το άναψα τελικά το τσιγάρο, δεν υπήρχε περίπτωση...
-΄Αντε καληνύχτα Βρασίδα.
-Καληνύχτα Αλέκα.
-Θα είναι στην Καραϊβική το καράβι!! (ξεστόμησα πετώντας στα σύννεφα!)
Η χαρά του μπαμπά μου ήταν δίχως άλλο απρόσμενη:
-΄Ελα!!! Μπράβο!! Ααα, αυτά είναι Κούβα, Αβάνα, πούρα, τεκίλα, ρούμι!!
Με ένα χαμόγελο μέχρι τα αφτιά!!
Βέβαια και η αντίδραση της μαμάς ήταν άκρως ξεκαρδιστική:
-Αα...
Τα έβαψε μαύρα η γυναίκα. Λογικό μετά άπό 7 μήνες θα γυρνούσα πίσω... Μπάρκο στην Λατίνα ήταν αυτό, δεν ήταν παίξε γέλασε. Τόσα ακούγονται κάθε μέρα στις τηλεοράσεις. Δολοφονίες, βιασμοί, εξαφανίσεις, ναρκωτικά...
-Το ξέρω ότι εσύ προσέχεις και είσαι σοβαρό παιδί... Τους άλλους δεν εμπιστεύομαι.
(Τα εξ απαλών ονύχων λόγια της μανούλας μου)
Με τα πολλά το πήρε απόφαση. Κατέληξα με δυο βαλίτσες έτοιμες να εκτοξεύσουν τα σωθικά τους.
-Να πάρεις και το πιστολάκι για μαλλιά παιδί μου... Μην κρυώσεις.
-Εντάξει μανούλα! (που να της πω όχι, απαρηγόρητη ήταν, αλλά δεν το έδειχνε-μη στεναχωρηθεί το παιδί)
Ξεκινήσαμε λοιπόν όλοι μαζί για το αεροδρόμιο από τις έξι το πρωί. Η μαμά, ο μπαμπάς και φυσικά εγώ που ήμουν η άμμεσα ενδιαφερόμενη (μόνο ο σκύλος μας ξέφυγε-ζαλίζεται στο αμάξι μην πάει αλλού ο νούς σας).
Έφτασε η κρίσιμη ώρα να περάσουμε την πύλη (τρία δοκίμια-εγώ, ο Βρασίδας και ο Θύμιος- και η γυναίκα του πρώτου-η κυρία Ελισάβετ). Αγκαλίές, φιλιά η μαμά με το ζόρι συγκράτησε τα δάκρυα, ο μπαμπάς με ένα χαμόγελο μου είπε πολύ περισσότερα απ'ότι με το στόμα. (είχε και τις διαβεβαιώσεις της κυρίας Ελισάβετ ότι θα είμαι υπό την προστασία της -έλεος μανούλα, σκέφτηκα αλλά δεν μίλησα)
Το ταξίδι αρχίζει!
Περνάμε τους πρώτους ελέγχους και φτάνουμε στην αίθουσα αναμονής. Τα καθίσματα σαν νοσοκομείου, το ένα δίπλα στο άλλο. Καθίσαμε, να έρθει το αεροπλάνο. Ούτε τσιγάρο ούτε ένα κυλικείο... Μια φωνή στα μεγάφωνα έσπασε την μονοτονία της αναμονής.
-Η πτήση για Φιλλαδέλφια θα έχει καθυστέριση.
Γιατί; Τρέχω κατευθείαν στον κισέ, η υπάλληλος της αεροπορικής εταιρίας με ενημέρωσε:
-Υπάρχει πρόβλημα με την πόρτα των αποσκευών, δεν ανοίγει και είναι γεμάτη με τις βαλίτσες της προηγούμενης πτήσης. Θα πρέπει να περιμένετε.
Ξαναγύρισα στο καρεκλάκι μου. Ενημέρωσα το γκρουπάκι μου.
-Ωχ... Επίτηδες το κάνουν, λένε ψέματα. Κάτι άλλο πρέπει να έχει γίνει, πιο σοβαρό αλλά δεν το λένε.
Ακούστηκε μία γυναικεία φωνή από πίσω μου. (Τρομοκρατημένη συνταξιδιώτισσα)
Τα νεύρα μου είχαν είχαν αγγίξει τα έσχατα όρια τους...
-Παιδιά, δεν πάει άλλο, πρέπει να βρούμε ένα μέρος να πάρουμε κανένα καφέ. Να κάνουμε ένα τσιγάρο. Δεν πάει άλλο έχει γυρισεί το μάτι μου. Τρισίμιση ώρες περιμένουμε. τους είπα (άτιμο πράγμα το τσιγάρο).
Σηκωθήκαμε λοιπόν τα τρία δοκίμια να βρούμε το κυλικείο. Να πιούμε έναν καφέ, να ανάψουμε και εκείνο το πολυπόθητο τσιγάρο... Και να μην ξεχάσουμε την τυρόπιτα της κυρίας Ελισάβετ.
Ανεβαίνουμε σκάλες, από τον ένα διάδρομο στον άλλο. Το βρήκαμε!
Με τους καφέδες στο χέρι πάμε στο ελεύθερο στάντ-τραπεζάκι. Ανάβω το τσιγάρο!!
Αχ, τι απόλαυση, νιρβάνα!
-Σβήσ'το. (είπε απότομα ο Βρασίδας)
-Τι λες; Πας καλά; Τόση ώρα λέγαμε... (προσπάθησα να του πω)
-Δεν την άκουσες την ανακοίνωση; Να επιβιβαστούμε στο αεροπλάνο. Σε ένα τέταρτο απογειωνόμαστε.
Την τύχη μου... Ούτε καφέ πρόλαβα να πιώ, ούτε τσιγάρο έκανα.
Τα πόδια στην πλάτη. Να βρούμε την αίθουσα αναμονής. Προλάβαμε! (Την τυρόπιτα ξεχάσαμε προς απογοήτευση της κυρίας Ελισάβετ)
-Εε, εντάξει δεν πειράζει παιδιά που δεν πήρατε τίποτα...
Χριστέ μου... Τι ήταν αυτό; Ένα μικρό αεροπλάνο με κάτι μικροσκοπικούς διαδρομάκους... (άλλα ήξερα εγώ για τα υπερατλαντικά αεροπλάνα- μεγάλα, καινούργια, με κάθε είδους εξυπηρετήσεις και βολές...)
-I'm sorry, it seams I have a problem with my ears. Is there anything I could do to avoid the pain? (Συγνώμη, φαίνεται πως έχω πρόβλημα με τα αφτιά μου. Υπάρχει κάτι που μπορώ να κάνω για να αποφύγω τον πόνο;), ρώτησα την αεροσυνοδό.
-If you have a problem with your ears you should not be on a plane. (Αν έχεις πρόβλημα με τα αφτιά σου δεν θα έπρεπε να είσαι σε αεροπλάνο), μου απάντησε ξυνά.
Έχω πάθει παράκρουση σκέφτηκα...
Ούτε μία, ούτε δύο ώρες στους αιθέρες. Έντεκα ολόκληρες ώρες πτήσης μέχρι την Φιλλαδέλφια! Δεν της έδωσα ξανά σημασία. Είχα τον δικό μου αεροσυνοδό εγώ! Όχι παίζουμε! Ήταν ένας ευγενέστατος κύριος γύρω στα 35 με 40. Τι sweety με είπε, τι sweetheart, τι honey! (γλυκία μου είναι η κατά προσέγγιση μετάφραση). Φιλικός, ευγενικός και ευχάριστος!
Φτάσαμε επιτέλους στην Φιλλαδέλφια! Ναι, αλλά είχαμε χάσει την ανταπόκριση για την Νέα Ορλεάνη όπου ήταν ο τελικός αεροπορικός προορισμός μας! Έπρεπε να περάσουμε πρώτα από το Immigration (κάτι σαν το δικό μας αλλοδαπών), να συμπληρώσουμε τις φόρμες με στοιχεία, και άλλα στοιχεία, και άλλα στοιχεία, να ελέγξουν τις βίζες μας, τα διαβατήρια...
Τα πράγματα μετά! Δεν πάνε μόνα τους... Στο χέρι οι βαλίτσες και πάμε!
-Που πάμε καλέ;
-Να βρούμε τον κισέ της αεροπορικής να δούμε τι γινέται με τα εισιτήρια. Μπορεί να μείνουμε και εδώ. Αν έχει ενημερωθεί η εταιρία για την καθυστέρηση μπορεί να μας περιμένει πράκτορας έξω. μου απάντησε ο Βρασίδας.
Με τα πολλά το βρήκαμε. Περίμενε τώρα σαν το γαιδούρι φορτωμένη στην ουρά του κισέ. (Αααα, βρε μάνα... Και το πιστολάκι πήρα και ότι άλλο μου έιπες, για να μην σε κακοκαρδήσω κουβαλάω σαν γάιδαρος στρωμένος τώρα)
Ήρθε και η σειρά μας!
-Τι γράφει; με ρωτήσαν
-Σε μισή ώρα πετάμε. Γρήγορα να δώσουμε τις βαλίτσες! τους είπα κοιτώντας τα εισιτήρια.
Γρήγορα οι βαλίτσες στον διάδρομο αποσκευών, και το κυνήγι της πύλης έιχε μόλις αρχήσει.
-Τι είναι τώρα αυτό; απογοητευμένη πια
-Σωματικός έλεγχος... Μετά τους πύργους... απάντησε ο Βρασίδας
-Παρακαλώ βγάλτε το μπουφάν σας, αφήσε την τσάντα σας εδώ, αν φοράτε ζώνη βγάλτε τη, βγάλτε τα παπούτσια σας, αν έχετε ηλεκτρονικά και υπολογιστές στις χειραποσκευές σας να τα βάλετε σε ξεχωριστό καλαθάκι, αν φοράτε μεταλλικό μεταγιόν να το πιάσετε με τα δόντια σας. είπε στα αμερικάνικα ο υπάλληλος ασφαλείας του αεροδρομίου.
Μου κάνει πλάκα το σύμπαν σκέφτηκα. Δεν γίνονται αυτά. Κι όμως γίνονται...
Ξυπόλιτη, με το σταυρουδάκι στο στόμα την τσάντα μου ξεκοιλιασμένη πέρασα κι εγώ τον έλεγχο.
-Ακολουθήστε με. μου είπε ένας άλλος της ασφάλειας (στο CNN θα με δείς μανούλα μου κι ας μην έχω κάνει τίποτα) που κράτουσε τα καλαθάκια μου στο χέρια.
-Καλά, μπορώ να βάλω τα παπούτσια μου;
Για απάντηση εισέπραξα ένα ξερό: Όχι.
Τι αμαρτίες πληρώνω σκεφτόμουν...
Με οδήγησε σε ένα δωμάτιο με κάτι περίεργα μηχανήματα.
-Στάσου εδώ και πάτα εκεί που είναι οι πατούσες στο χαλάκι.
Στάθηκα κι εγώ. Σαν πρόβατο που πήγαινε για σφαγή. Στεκόμουν μπροστά σε ένα μηχάνημα που έκανε κάτι "ψτ, ψτ" (σαν ψεκασμός).
-Εντάξει, μπορείται να φορέσετε τα παπούτσια σας. Τελείωσε ο έλεγχος. μου είπε.
Γύρισα να βάλω τα παπουτσάκια μου, να μαζέψω και τα πραγματάκια μου.
-Αυτό που κρατάτε είναι ο αναπτήρας μου. Μπορείτε να μου τον δώσετε να φύγω; είπα με σθένος!
-Απαγορεύεται να έχετε αναπτήρα στο αεροπλάνο.
-Μα με αυτόν τον αναπτήρα στην τσέπη ταξίδεψα από την Ελλάδα!
-Απαγορεύεται.
Τον πήρε... Δέκα λεπτά μας είχαν μείνει για την πύλη.
-Θα το χάσουμε Βρασίδα... ,του είπα
-Πρέπει να τρέξουμε για να προλάβουμε! είπα σε όλη την τετράδα.
Σαν τρίχρονα τρέχαμε στο αεροδρόμιο να βρούμε την πύλη, να περάσουμε τον τελευταίο έλεγχο και να μπόυμε στο αεροπλάνο. Τρίχρονα είπα; Σαν αθλητές του στοίβου... Τέτοιο ρεκόρ δεν έχω ξανακάνει.
Στο βάθος δεξιά η πύλη.
-Άντε, λίγο μας έμεινε! Ακριβώς μπροστά στην πύλη οι δύο πιλότοι. (Θα ξεμείνουμε εδώ... αχ, μανούλα μου)
-Προλάβαμε; ρωτήσαμε όλοι μαζί την υπάλληλο που στεκόταν στην πύλη.
-Ναι!
Η πιο γλυκιά απάντηση!
Άλλες τέσσερεις ώρες στο αεροπλάνο. Δεν θυμάμαι και πολλά. Σκεφτόμουν με λαχτάρα το βαπόρι! Τι να με περιμένει άραγε; Μακάρι να βρώ ανθρώπους... Θα μάθω; Έτσι πέταξε η πτήση ενώ είχα παραδοθεί στις αγωνίες μου, στις ευχές μου και στα όνειρα μου για ένα καλό μπάρκο.
Μεσάνυχτα μας βρήκαν στο αεροδρόμιο της Νέας Ορλεάνης. Ταλαίπωρα πλάσματα...
Είδαμε τον ατζέντη με μία χειρόγραφη σελίδα που έγραφε το όνομα το πλοίου. Ένας τύπος που μύριζε μίλια μακριά, απέραντος τύπος μου φάνηκε ατελείωτος ο όγκος του, με ένα βρώμικο και τρύπιο τζίν, με κάτι ακούρευτα μαλλία που είχαν και χλωρίδα (μπορεί και πανίδα). Περιμέναμε μαζί να περάσουν από μπροστά μας οι βαλίτσες μας.
Τικ, τακ, τικ, τακ... Τα λεπτά περνούσαν... Άρχισαν να περνάν από μπροστά μας οι πρώτες βαλίτσες...
Τικ, τακ, τικ, τακ... Πέρασε μία ώρα. Ο διάδρομος σταμάτησε να φέρνει βαλίτσες. Οι δικές μας πουθενά.
-Πάμε στον κισέ των απώλεσθέντων. Να δηλώσουμε τις αποσκευές σας. μας είπε βαριεστημένα ο ατζέντης.
Πάλι πίσω από έναν κισέ... Να περιγράψουμε τις βαλίτσες, πόσες είναι... Να δώσουμε και άλλα στοιχεία...
Κατά τη μία το βράδυ ο ατζέντης μας ενημέρωσε ότι θα μας πάει σε ένα ξενοδοχείο και το πρωί στις 10 θα πέρναγε να μας μαζέψει.
-Οι βαλίτσες μας; Τι θα γίνει με τις βαλίτσες μας; είπα παραδωμένη πια.
-Αύριο θα μάθουμε τι γίνετε... είπε το ίδιο ξερά ο ατζέντης.
Στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου πλέον. Να μας δώσουν τα δωμάτιά μας.
-Θέλετε δωμάτιο καπνιστών ή μη καπνιστών μας;
-ΚΑΠΝΙΣΤΩΝ! είπαμε με μία φωνή εγώ και ο Βρασίδας.
-Εμμμ, δεν έχουμε ελεύθερα δωμάτια καπνιστών...
Δεν άντεξα... Της απάντησα...
-Τότε τι με ρωτάς; Παίζεις με τον πόνο μου... Τέλος πάντων, δώσε μας ότι υπάρχει... Και μιάς και είπες καπνιστών έχεις αναπτήρα, σπίρτα; Κάτι...
-Σπίρτα. Ορίστε.
-Μπορώ να καπνίσω εδώ;
-΄Οχι, θα πρέπει να πάτε έξω.
Έξω, μία και μισή το βράδυ, με τα νεύρα μας σπασμένα, με έναν αέρα να μην μπορούμε να ανάψουμε τσιγάρο, με χαμένες αποσκευές... Το άναψα τελικά το τσιγάρο, δεν υπήρχε περίπτωση...
-΄Αντε καληνύχτα Βρασίδα.
-Καληνύχτα Αλέκα.
Μπήκα στο δωμάτιο, άπλετος χώρος! Δύο βασιλικά κρεββάτια μόνο για μένα! Ένα μικρό παλατάκι! Και κάτι μαξιλάρια... σκέτα πέπουλα!
-΄Αντε κοπελιά να κάνεις ένα μπάνιο και να ξεκουραστείς λίγο. είπα δυνατά στον εαυτό μου.
Ρούχα; Τι ρούχα να βάλω τώρα; (εδώ κολλάει η ρήση: άλλαξε ο Μανωλιός και έβαλε τα ρούχα του αλλιώς)
Έδωσε ο Θεός και ξημέρωσε... Άντε, να πάρουμε τα πράγματά μας να πάμε στο καλό. Η κυρία Ελισάβετ σε μελαγχολία...
-Και είχα φέρει και τα πλεκτά μαζί μου, και κάτι τραπεζομάντηλα για να κεντήσω... Θα πάρω τηλέφωνο τον άντρα μου να μιλήσει στον καπετάνιο να βρούμε μία άκρη!
Το εἰπε και το ἐκανε. Ευτυχώς δε λες...
Το κανόνισε ο κατεπάνιος, να πάμε να αγοράσουμε κανένα ρούχο, κάτι να έχουμε να φορέσουμε τέλος πάντων... Καθυστέρησε όσο περισσότερο μπορούσε το οπερέσιο. Ο ατζέντης μας πήγε, ψωνίσαμε και μας πήγε στις λάτζες (κοντά δύο ώρες με το αμάξι για τις λάτζες).
-Εδώ θα περιμένετε, τα πράγματα σας φτάνουν σε μισή ώρα στο αεροδρόμιο και πάω να συναντήσω τον άλλον που θα φέρει τις βαλίτσες σας γιατί δεν προλαβαίνει να τις φέρει μέχρι εδώ.
Περιμέναμε τρείς ώρες. Τις έφερε τελικα και μπήκαμε στην λάτζα για το βαπόρι. Μια και μισή ώρα διαδρομή για το βαπόρι ανάμεσα σε αμέτρητα πηγάδια. Σαν τον χάνο ήμουν. Πόσα πολλά πηγάδια υπάρχουν...
(Η φωτογραφία αυτή είναι από επισκεύη πιο μετά)
Βλέποντας το βαπόρι μας μας έπιασε ένα δέος. 248 μέτρα γομάρι ήταν. Ένας τεράστιος όγκος. Μία μικρή πόλη έπλεε αγέροχα μπροστά μας. Ο καπετάνιος μου είχε βγεί στην αριστερή βαρδιόλα, μας χαιρετούσε, μας φώναζε "Καλως ήρθατε!! Ελάτε πάνω, ελάτε!!!", και παράλληλα πατούσε το κουμπί της μπουρου.
Μπουυυ
Μπουυυ
Μπουυυ
Και ακριβώς έτσι ξεκίνησε το δεύτερο μπάρκο μου στας μακρινάς Αμερικάς!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου