Σε τι γαλαξίες ταξιδεύεις πάλι?
Σε τι νερά να πλέει η βάρκα
σου, με το πανί της απλωμένο, να τραντάζει με τ'αεράκι. Το φεγγάρι τα άστρα να
σου κρύβει και εσύ το δρόμο σου να χάνεις.. Και γύρω
η νύχτα σιωπηλή μονάχα παφλασμοί στο ξύλινο σκαρί σου ακούγονται.
Μέσα στη
νύχτα σιωπηλοί με φτερά μας για κουπιά σε άγνωστες θάλασσες, με τρικυμιές, με
τα φτερά του καρχαρία δίπλα μας να παίζουν σαν τα μικρά παιδιά και εμείς στην
μέση, πιστοί στις εντολές σου... Εκεί σταθεροί να κάνουμε κουπί με ένα ζευγάρι
μαδημένα φτερά ο καθένας. Χωρίς φόβο, χωρίς ελπίδα, χωρίς αύριο. Μόνο στο
σήμερα για ένα ζευγάρι ανάσες μόνο. Για ένα κύμα που θα βρέξει τα
πρόσωπά μας και φιλήσει τα χείλη μας μια αλμύρα άπιαστη. Σαν να σε φιλά νεράιδα.
Απόκοσμη γεύση, ονειρική...
Στο φεγγάρι τα χρώματα χορεύουν, λίγο κόκκινο ήταν
πριν, μετά χρυσό, μετά ασημένιο, τώρα πάλι χρυσό. Φεύγει και αυτό. Τίποτα δεν
είναι για πάντα. Όλα φεύγουν τελικά...
Και το σκαρί μας παλιώνει. Τα ξύλα
αδυνατούν σε κάθε βήμα και τρίζουν άσχημα. Τα έχει φάει αυτή η πουτάνα η αλμύρα
που τρώει και μαγεύει τα πάντα. Και εμείς ακόμα στεριά δεν βρήκαμε.
Τα φτερά
έχουν σπάσει και έχουν χαθεί από καιρό τώρα. Αλλά έχουμε τα χέρια για κουπιά
και της θαλάσσης τα άγρια θηρία φίλους έχουμε κάνει και φευγαλέα στην πλάτη τα χαϊδεύουμε.
Και μέρες που βλέπεις τα αστέρια και οδηγείς το γέρικο αυτό σκαρί και μέρες που
χάνονται πίσω από τα πυκνά σύννεφα. Μέρες τώρα πάμε με βροχές, κρύο και αγέρα
άγριο και πρόστυχο. Σαν τις κοινές στα λιμάνια που συναντούσαμε παλιά.
Το ιστίο
έχει σπάσει χρόνια τώρα μόνο ένα κομμάτι ξύλου είναι στη θέση του, απομεινάρι
ενός άλλου καιρού να θυμίζει πράγματα που χάθηκαν για πάντα και ποτέ πίσω δεν
ξαναγυρνούν. Τα μαλλιά μας έγιναν ασημένια.
Δεν θέλω
να βρεις τη σωστή πορεία πια. Συνήθισα εδώ δεν θέλω να βγω, το ξέρω θα
ζαλίζομαι εκεί έξω. Άσε που τους ανθρώπους τους φοβάμαι. τους σιχάθηκα για τα
καλά. Αυτούς και τα ψεύτικα καμώματά τους, ξερατά στα μούτρα τους. Να τους κατουράς
και πάλι πολύ τους είναι. Δεν θέλω πια να τους ξέρω. Εδώ καλλιά με τα θηρία να
τα χαϊδεύω για να με φάνε τη μέρα που η βάρκα αδύνατη θα σπάσει και ταξίδι μαζί
της δεν θα βγαίνει άλλο πια. Καλύτερα αυτός ο καιρός σου λέω. Να μην
βλέπεις σωστά το δρόμο και να κάνουμε κύκλους στο μεσοπέλαγο. Χαμένοι.
Ξεχασμένοι μα λέφτεροι. Χωρίς τις μάσκες. Μόνο με το δέος της φύσης να μας
θυμίζει πόσο μικροί είμαστε. Όταν αστραφτεί και βροντά και όταν τα κύμα τινάζει
το σκαρί μας σα γυναίκα σ'οργασμό ψηλά στον αέρα. Και μετά ηρεμεί πάλι... Και
δώσ’του και άλλο και δεν σταματά. Τι δέος Παναγιά μου...
Και μετά να βγει ο
ήλιος και χαϊδεύει τα γυμνά κορμιά μας σαν την πρώτη μας αγάπη. Όπως τότε που
παιδιά ακόμα γνωρίσαμε τον έρωτα... Αχ... τον έρωτα. σάπισε και αυτός και
πέθανε τώρα πια. Έχω χρόνια πολλά χαμένος σε αυτό το σκαρί μα θυμάμαι και έξω είχε
χαθεί.
Δεν υπάρχει, ίσως εσύ από τους τελευταίους που τον γνώρισες. Και τον
έχασες. Έτσι του πρέπει πάντα. Να χάνεται... Να πεθαίνει πριν αρρωστήσει και
σαπίσει. Πριν να γευτείς το σάπιο του καρπό πρέπει να πεθαίνει. Στο άνθος του
πάνω. Τότε που τα μπουμπούκια μοσχοβολούν και μοσχοβολίζει όλη η γειτονιά με
αρώματα.