Τρίτη 30 Ιουνίου 2009

Στα μεγάλα σκοτάδια



PROHJA - ΣΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΣΚΟΤΑΔΙΑ

Πήρα τις ευχές στον ώμο φορεσιά με καμάρι
απ’ του ονείρου δανεική του καπετάνιου τη χάρη
κι είπα ταξίδι μου πρώτο να που ήρθε η σειρά σου
στο βορρά και στο νότο θα ’μαι πάντα κοντά σου.
Βαριά η ανάσα μου το βήμα μου δεν κόβω
στο μαξιλάρι μου άφησα τον τελευταίο μου φόβο
σα χαλασμένη πυξίδα που απέφυγα και δεν είδα
μη μου αλλάξει πορεία πρίν να πατήσω σανίδα.

Λέω να αφήσω την καρδιά μου ήσυχη να το χαρεί
μπορεί της τύχης μου να ’ναι το πιο μεγάλο σκαρί
που ίσως με πάει σε όσα φαντάστηκα μέρη
κι ίσως με φέρει πίσω πιο πλούσιο ποιός ξέρει.
Μπάρκο πρώτο λοιπόν βάζω ψυχή και σάρκα
και τα νιάτα μου στην πιο μεγάλη μου τσάρκα
γι’ αυτό σου λέω καπετάνιε εγώ είμαι για το τιμόνι
το καλό και το κακό στο πλευρό μου στοιχειώνει.

Με φοβάται ο ουρανός με προσέχουν τα αστέρια
χωράει ο ωκεανός στα δυο μου τα χέρια
αλήθεια λέω με είχα δεί στο όνειρό μου ένα βράδυ
με ένα τιμόνι στο χέρι και στο μεγάλο σκοτάδι.
Ναυαγός σε λάθος μέρος ουρανέ μου δε σ’ είδα
ξύπνησα γέρος σε καινούρια πατρίδα
ψάχνω κάτι να δω κι έχω τ’ άστρα σημάδια
μα είμαι ακόμα εδώ στα μεγάλα σκοτάδια.

Άρχισα λίγο να τρέμω στην πρώτη φουσκοθαλασσιά
εκεί που η νύχτα με τη μέρα έχουν το φως μοιρασιά
με κάθε κύμα από θάλασσα βλέπω ουρανό
παρακαλώ τους θεούς να στείλουν το γαλανό.
Βρεμένα κι ανοιχτά έχω απ’ το φόβο τα μάτια
φέρμα τα πανιά τρίζουνε τα κατάρτια
μα δε μιλάω σε κανέναν μόνος μου πρέπει ν’ αντέξω
μ’ ακούς δε θα γυρίσω ντροπιασμένος εκεί έξω.

Μα τις λέξεις ο αέρας γύρω μου τις σφυρίζει
και στο μυαλό κι εκεί μια καταιγίδα αρχίζει
τα χέρια μου χαλαρώνουν πάνω στο τιμόνι
το κύμα μ' αφήνει και ύστερα με σηκώνει.

Τότε σπάω δεν αντέχω και στους άλλους φωνάζω
δε μ’ ακούει κανείς και πιο πολύ τρομάζω
είμαι μόνος σαν να ήπιε ο χρόνος τους ναύτες
και μου ζητάει ο βυθός του ονείρου μου τους χάρτες.
Και μαυρίζουν όλα απ’ τη ζερβή μου μεριά
με το σκαρί παρέα μας πήρε αγκαλιά η στεριά
και τότε η θάλασσα σαν παγωμένο χάδι
με σπρώχνει να βγώ στο μεγάλο σκοτάδι.

Μα είμαι ακόμα εδώ στα μεγάλα σκοτάδια... Σαν να ζω τα 4 χρόνια της σχολή ξανά. Και τα χρόνια πριν τη σχολή, αλλά και τα χρόνια που θα με ακολουθήσουν... Να φεύγω θέλω, να μην κάθομαι. Κοντεύει ένας χρόνος. Σε περίπου 20 μέρες θα είναι ακριβώς ένας χρόνος.

Μόνο το τραγούδι και μόνο τους στίχους... Μόνο αυτό.

Πέμπτη 25 Ιουνίου 2009

Σκάλες

Έπιασαν υγρασία οι τοίχοι και μαυρίσαν. Μυρίζουν και κάπως παράξενα. Δεν είναι εντελώς μαύροι δηλαδή, πρασινομαύροι είναι μάλλον. Μυρίζει αρκετά εδώ κάτω. σχεδόν πιάνεται η ανάσα μου. Φταίει και η σκάλα. Φταίει και το τσιγάρο που αργοκαίει στα χείλη μου. Έιναι και οι μέρες τέτοιες που έχει πολύ ζέστη και το κάνει ακόμα πιο δύσκολο να βρεις μια καθαρή ανάσα.

Δεν μπορώ να δω τελικά αν τις ανεβαίνω ή τις κατεβαίνω. Κινούμαι στις σκάλες. Έίναι μεσημέρι έξω, μα εδώ είναι σκοτάδια. Χαχα, είναι σκοτάδι μάτια μου... πάντα σ'αυτή την πλάση...

Τι μάτια μου; Κόκκινα, θολά με σκιές αντί για εικόνες, με μια μόνιμη γυαλάδα που με τρομάζει ακόμα και εμένα την ίδια να την βλέπω στον καθρέφτη. Τι γυαλάδα... σαν να είναι ψεύτικα, σαν να σπαράζουν. Σαν να μου τύλιξες τα μάτια με διάφανη μεμβράνη. Ναι, αυτό νομίζω έκανες. Μάλλον δεν θέλεις να βλέπω πολλά. Μπορεί και εγώ να μην θέλω να βλέπω πολλά.

Βαφτίζω αυτό που θέλεις εσύ δικό μου θέλω.

Γιατί με άφησες όμως να έρθω μόνη μου σ'αυτές τις σκάλες. Μυρίζει σου είπα. Μυρίζει μούχλα και σπέρμα και υγρά κοινών γυναικών μαζί με αίμα. Όχι πως σε θέλω μαζί μου, αλλά δεν θυμάμαι γιατί ήρθα. Σιχαίνομαι και λιγάκι εδώ. Και για φαντάσου, εσύ ξέρεις τον δρόμο να με πας πίσω.

Γι'αυτό μου έβαλες τις μεμβράνες στα μάτια; Εντάξει σε ακούω κάπου στο βάθος, αλλά και σε καλύπτουν τα ποντίκια που σφάζονται μεταξύ τους και ο ήχος της κατσαρίδας που πάτησα. Σιχαίνομαι σου λέω. ΣΟΥ ΦΩΝΑΖΩ ΓΑΜΩΤΟ...

Τώρα πια δεν ακούω τίποτα. Μόνο της καρδιά μου που χτυπά τόσο δυνατά. Θα σπάσει νομίζω. Νιώθω περίεργα. Πρησμένη και έχω να φάω μέρες. Τα αφτιά μου βουίζουν. Νιώθω μικρά τσιμπίματα στο πρόσωπό μου. Σαν να μουδιάζει. Κρυώνω ξαφνικά και όμως ιδρώνω. Τα γόνατα λυγίζουν. Θα πέσω το νιώθω. ΚΡΑΤΑ ΜΕ..

Δεν παίρνω ανάσα πια. Έπεσα. Χτύπησα την πλάτη μου στη σκάλα. Πόρνη σκάλα. Δεν μπορώ να κουνήσω τίποτα. Σαν ξύλο είμαι. Μα δεν φοβάμαι τώρα. Νιώθω τις κατσαρίδες να περπατάνε πάνω μου, στο πρόσωπό μου. Νομίζω ότι κάτι μπαίνει μέσα μου. Τα ρουθούνια μου τσούζουνε. Κρύο, έχει πολύ κρύο και πονάω πια. Φίδι είναι. Μαύρο, γυαλιστερό κι αυτό σαν τα μάτια μου που τώρα περπατάνε ζουζούνια και κατσαρίδες.

Όσο προχωράει μέσα μου πονάω και μετά μουδιάζω περισσότερο από πριν. Μου φάνηκε πως άλλαξε χρώμα και το δέρμα μου. Σαν να σκούρυνε κι αυτό. Όμως να, σε νιώθω είσαι εδώ. Μην γελάς μαζί μου. Ναι, νευρικό είναι το ξέρω. Φοβάσαι έτσι που με βλέπεις. Τον νιώθω τον φόβο σου.

Με εξοργίζεις. Γονάτισες δίπλα μου. Θέλεις να μου χαιδέψεις τα μαλλιά. Διστάζεις. Κάτι με καίει στα μάτια. Τι; Τι έχω; Αίμα... Αίμα δεν είναι; Το δικό μου αίμα μύριζε από την αρχή. Εγώ και εσύ μυρίζαμε έτσι; Μα πως... αφού... εμείς... ποτέ δεν...

Τίναξες την στάχτη σου. Χορεύοντας έπεσε στα χείλη μου. τράβηξες την τελευταία σου τζούρα και πέταξες το τσιγάρο σου στο πάτωμα. Έπεσε δίπλα μου. Σηκώθηκες όρθιος. Έπιασες το φτηνιάρικο σακάκι σου από την καρέκλα, το φόρεσες και έκανες να φύγεις.

Κοντοστάθηκες κοιτώντας με έτσι που ήμουν. Σήκωσες τον γιακά σου και κάτι είπες μέσα απ'τα δόντια σου. Μάλλον βλαστήμησες. Έφυγες.

Έχουν περάσει αιώνες από τότε και εγώ είμαι στο ίδιο σημείο. Ακίνητη στο πάτωμα γυμνή. Δεν κρυώνω πια, δεν ακούω, δεν βλέπω, δεν μυρίζω... μόνο τη στάχτη σου νιώθω ακόμα στο στόμα μου.

Δεν ξέρω τι έτος έχουμε τώρα. Δεν με αφορά. Μόνο νιώθω ένα μικρό γαργαλητό στις πλάτες μου. Δεν με ενοχλεί...